Μη ιοντίζουσα, ή γνωστή και ως ηλεκτρομαγνητική, είναι η ακτινοβολία που μεταφέρει σχετικά μικρή ενέργεια, που δεν προκαλεί ιοντισμό, είναι ικανή όμως να προκαλέσει ηλεκτρικές, χημικές και θερμικές επιδράσεις στον οργανισμό.

Πρόκειται για ταλαντώσεις ηλεκτρικών και μαγνητικών πεδίων που διαδίδονται στο χώρο υπό τη μορφή κύματος. Τα διάφορα είδη ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας διακρίνονται μεταξύ τους ανάλογα με τη συχνότητα ή το μήκος του διαδιδόμενου κύματος.

Στις ακτινοβολίες αυτές εντάσσονται:

  • τα στατικά ηλεκτρικά και μαγνητικά πεδία, που δεν μεταβάλλονται και έτσι δεν δημιουργούν ηλεκτρομαγνητικά κύματα. Παράδειγμα: το φυσικό μαγνητικό πεδίο της γης
  • τα χαμηλόσυχνα (50 Hz) ηλεκτρικά και μαγνητικά πεδία, που δημιουργούνται από τις ηλεκτρικές συσκευές, τους υποσταθμούς και τις γραμμές μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας
  • τα ραδιοκύματα και τα μικροκύματα που εκπέμπονται από κεραίες επικοινωνιών, κεραίες ραδιοφωνίας και τηλεόρασης, φούρνους μικροκυμάτων
  • η υπέρυθρη, η ορατή (φως), και τμήμα της υπεριώδους ακτινοβολίας.

Προστατεύομαι από τη μη ιοντίζουσα ακτινοβολία...

Οι βλαβερές επιδράσεις στην υγεία που είναι γνωστές για τις μη ιοντίζουσες ακτινοβολίες είναι αυτές που προκύπτουν κατά την διάρκεια ή αμέσως μετά το πέρας της έκθεσης και προκύπτουν μόνο όταν υπερβαίνονται κάποια κατώφλια-στάθμες επιπέδων έκθεσης.

Λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες του κάθε ανθρώπου και το γεγονός ότι στο γενικό πληθυσμό υπάρχουν και ειδικές ομάδες ατόμων όπως μικρά παιδιά, ασθενείς, ηλικιωμένοι, έγκυες, προκύπτουν «βασικοί περιορισμοί» που η τήρησή τους εξασφαλίζει και την απουσία των βλαβερών επιδράσεων στην υγεία. Οι βασικοί περιορισμοί προκύπτουν από τα κατώφλια των αποδεδειγμένων βλαβερών επιδράσεων στην υγεία αφού υιοθετηθούν μεγάλοι συντελεστές ασφαλείας π.χ. για τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία στο φάσμα 0- 300GHz, της τάξης του 50.

Οι βασικοί περιορισμοί όμως στην πλειονότητά τους δεν αφορούν άμεσα μετρήσιμα μεγέθη στο περιβάλλον διατάξεων εκπομπής, αλλά επαγόμενα μεγέθη στο εσωτερικό του σώματος των ανθρώπων που είναι δύσκολο να μετρηθούν. Για τον λόγο αυτό και λαμβάνοντας υπόψη τις δυσμενέστερες συνθήκες σύζευξης της ακτινοβολίας με τον άνθρωπο, προκύπτουν «επίπεδα αναφοράς» που είναι εύκολα μετρήσιμες παράμετροι της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας και η τήρησή τους εξασφαλίζει και την τήρηση του βασικού περιορισμού και κατά συνέπεια την απουσία των βλαβερών επιδράσεων στην υγεία.
Σε ό,τι αφορά τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία στο εύρος συχνοτήτων 0-300GHz, η ελληνική νομοθεσία σε συνέχεια συστάσεων του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, της Διεθνούς Επιτροπής για την Προστασία από τιςΜη Ιοντίζουσες Ακτινοβολίες και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υιοθέτησε βασικούς περιορισμούς και επίπεδα αναφοράς και εξέδωσε όρια για την ασφαλή έκθεση του κοινού στο περιβάλλον διατάξεων εκπομπής χαμηλών και υψηλών συχνοτήτων σε όλο το φάσμα των σύγχρονων εφαρμογών και υπηρεσιών.

Υπεριώδης ακτινοβολία

Το δέρμα και τα μάτια είναι τα δυο όργανα του ανθρώπινου σώματος που κινδυνεύουν περισσότερο από την υπεριώδη ακτινοβολία. Οι βιολογικές επιδράσεις της υπεριώδους ακτινοβολίας στον ανθρώπινο οργανισμό εξαρτώνται από την ένταση της ακτινοβολίας και από τη σχετική φασματική απόκριση κάθε μήκους κύματος στο να προκαλέσει ένα βιολογικό φαινόμενο – δεν εξαρτώνται από την πηγή προέλευσής της
Όλες οι επιδράσεις της υπεριώδους ακτινοβολίας στον ανθρώπινο οργανισμό δε γίνονται άμεσα αντιληπτές. Το ερύθημα, το κοκκίνισμα δηλαδή του δέρματος, είναι η μόνη βλαπτική επίδραση της υπεριώδους ακτινοβολίας που γίνεται άμεσα αντιληπτή. Όσο μεγαλύτερη είναι έκθεση στην υπεριώδη ακτινοβολία τόσο σοβαρότερο είναι το ηλιακό έγκαυμα που παθαίνει κανείς. Η επαναλαμβανόμενη έκθεση στην υπεριώδη ακτινοβολία σε συνάρτηση με τον αριθμό των εγκαυμάτων που παθαίνει κανείς αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του δέρματος.
Μόνο για το ερύθημα, την επίδραση δηλαδή της υπεριώδους ακτινοβολίας που εξαρτάται από τη δόση ενέργειας έχουν οριστεί δόσεις κατωφλίου. Κάθε άνθρωπος έχει διαφορετική ευαισθησία στην υπεριώδη ακτινοβολία και διαφορετική επικινδυνότητα εμφάνισης ερυθήματος. Ανάλογα με την ευαισθησία κάθε ανθρώπου στην υπεριώδη ακτινοβολία διακρίνονται έξι τύποι δέρματος. Συνιστάται οι ανοιχτόχρωμοι τύποι δέρματος να είναι ιδιαιτέρως προσεκτικοί κατά την έκθεσή τους στον ήλιο, να προστατεύουν σχολαστικά το δέρμα τους και να περιορίζουν στο ελάχιστο την έκθεσή τους στον ήλιο.
Για τις υπόλοιπες επιδράσεις, όπως είναι π.χ. ο βασικοκυτταρικός καρκίνος όπου η πιθανότητα μιας επίδρασης σχετίζεται με την έκθεση και όχι με τη δόση, δεν μπορούν να οριστεί δόση κατωφλίου. Καθώς θεωρείται πως κάθε έκθεση στην υπεριώδη ακτινοβολία αυξάνει τις πιθανότητες εμφάνισής τους δεν μπορούν να οριστούν κατώφλια ασφαλούς έκθεσης στην υπεριώδη ακτινοβολία.

Εκτίθεμαι σε μη ιοντίζουσα ακτινοβολία...

Γύρω μας υπάρχουν πολλές φυσικές και τεχνητές πηγές μη ιοντίζουσας (ηλεκτρομαγνητικής) ακτινοβολίας και η έκθεσή μας σε αυτή είναι καθημερινή. Στο εξωτερικό περιβάλλον, στο σπίτι και στον χώρο εργασίας υπάρχουν ηλεκτρικά και μαγνητικά πεδία μικρής έντασης που παράγονται, για παράδειγμα, από το πλήθος των ηλεκτρικών συσκευών που χρησιμοποιούμε. Τα κινητά τηλέφωνα και οι σταθμοί βάσης κινητής τηλεφωνίας είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα τεχνολογίας που στηρίζει τη λειτουργία της στα ραδιοκύματα.

Κύρια φυσική πηγή ακτινοβολιών είναι ο ήλιος ο οποίος εκπέμπει ακτινοβολίες σε όλη την έκταση του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος, από τα ραδιοκύματα μέχρι ακτινοβολία -γ. Το 55% της οπτικής ηλιακής ακτινοβολίας (δηλ. υπεριώδους, ορατής και υπέρυθρης ακτινοβολίας) που φτάνει στην επιφάνεια της γης είναι υπέρυθρη και το 40% ορατή ακτινοβολία, ενώ μόλις το 5% είναι υπεριώδης ακτινοβολία. Τεχνητές πηγές οπτικής ακτινοβολίας είναι για παράδειγμα οι λαμπτήρες τεχνητού μαυρίσματος, φωτισμού ή θέρμανσης. Η υπεριώδης ακτινοβολία παράγεται τεχνητά και κατά την οξυγονοκόλληση ενώ η υπέρυθρη ακτινοβολία χρησιμοποιείται στη νυχτερινή όραση, στα συστήματα ασύρματης επικοινωνίας σε χώρο χωρίς φυσικά εμπόδια και στην αστρονομία. Πηγές οπτικής ακτινοβολίας είναι και τα διάφορα συστήματα laser.
Οι φούρνοι μικροκυμάτων, τα ραντάρ, η κινητή τηλεφωνία, η μετάδοση ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σημάτων, οι ασύρματες επικοινωνίες είναι ορισμένα παραδείγματα τεχνολογικών εφαρμογών οι οποίες βασίζονται στην ακτινοβολία των μικροκυμάτων και των ραδιοκυμάτων και στις οποίες εκτιθέμεθα καθημερινά.
Ηλεκτρικά και μαγνητικά πεδία υπάρχουν στο σπίτι και στον χώρο εργασίας και παράγονται, για παράδειγμα, από τις διάφορες ηλεκτρικές συσκευές που χρησιμοποιούμε. Υπάρχουν και στο εξωτερικό περιβάλλον, όπως αυτά που δημιουργούνται από τις γραμμές μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας.
Ο άνθρωπος εκτίθεται, τέλος, καθημερινά και σε στατικά ηλεκτρικά και μαγνητικά πεδία, όπως για παράδειγμα είναι το φυσικό μαγνητικό πεδίο της γης.

Επιδράσεις στην υγεία και στο περιβάλλον

Οι βιολογικές επιδράσεις των μη ιοντιζουσών ακτινοβολιών διαφέρουν από αυτές της ιοντίζουσας ακτινοβολίας, καθώς φέρουν μικρότερη ενέργεια, η οποία δεν είναι ικανή να προκαλέσει άμεσα σοβαρές βλάβες στον οργανισμό. Έτσι, τα χαμηλόσυχνα ηλεκτρικά και μαγνητικά πεδία επιδρούν στο ανθρώπινο σώμα, επάγοντας πεδία και ρεύματα στο εσωτερικό του, ενώ τα ραδιοκύματα και τα μικροκύματα θερμαίνοντας τα κύτταρα και τους ιστούς. Οι επιδράσεις της μη ιοντίζουσας ακτινοβολίας εξαρτώνται από την ένταση και τη συχνότητά της.

Εξαίρεση αποτελεί η υπεριώδης ακτινοβολία. Η υπεριώδης ακτινοβολία προκαλεί το μαύρισμα του δέρματος και ενεργοποιεί της σύνθεσης της βιταμίνης D στον οργανισμό. Προκαλεί ωστόσο και πολύ βλαβερές επιδράσεις στον οργανισμό, όπως για παράδειγμα ερύθημα, φωτογήρανση, καρκίνους του δέρματος (μη μελανωματικούς ακανθοκυτταρικό και βασικοκυτταρικό καρκίνο αλλά και κακοήθες μελάνωμα) αλλά και καταρράκτη στα μάτια.
Η ορατή ακτινοβολία είναι το πολύ μικρό τμήμα που ηλεκτρομαγνητικού φάσματος που γίνεται ορατό από τα μάτια μας. Ενεργοποιεί τη φωτοσύνθεση.
Η υπέρυθρη ακτινοβολία προκαλεί τη θέρμανση του οργανισμού.
Τα μικροκύματα και τα ραδιοκύματα προκαλούν τη θέρμανση των κυττάρων και των ιστών του οργανισμού, ενώ τα χαμηλόσυχνα ηλεκτρικά και μαγνητικά πεδία επάγουν πεδία και ρεύματα στο εσωτερικό του ανθρώπινου σώματος.

Υπεριώδης ακτινοβολία

Στο ηλεκτρομαγνητικό φάσμα η υπεριώδης ακτινοβολία βρίσκεται ανάμεσα στις ακτίνες Χ και στην ορατή περιοχή του φάσματος. Είναι η ακτινοβολία με τη μεγαλύτερη ενέργεια στο οπτικό φάσμα και καλύπτει την περιοχή μηκών κύματος από 100 – 400 nm. Χωρίζεται σε τρεις υποπεριοχές:

  • τη UVC (100-280 nm), η οποία είναι εξαιρετικά επικίνδυνη αλλά δε φτάνει στην επιφάνεια της γης καθώς απορροφάται από το στρώμα του όζοντος στην ατμόσφαιρα.
  • τη UVB (280-320 nm) η οποία ευθύνεται για τις σοβαρότερες επιδράσεις της υπεριώδους ακτινοβολίας στην υγεία του ανθρώπου, όπως είναι το ερύθημα, ο καταρράκτης και οι καρκίνοι του δέρματος
  • και τη UVA (320 - 400nm) η οποία φέρει 3 – 4 τάξεις μεγέθους μικρότερη ενέργεια από τη UVB και ευθύνεται για την πρόωρη γήρανση ενώ θεωρείται ότι προκαλεί και καρκινογένεση.

Μολονότι η υπεριώδης ακτινοβολία είναι μόλις το 5% της ηλιακής οπτικής ακτινοβολίας είναι υπεύθυνη για τις σοβαρότερες επιδράσεις της ηλιακής ακτινοβολίας στην υγεία του ανθρώπου. 

Η υπεριώδης ακτινοβολία βρίσκεται στο όριο της ιοντίζουσας με την μη ιοντίζουσα ακτινοβολία, δηλαδή μέρος του φάσματός της έχει ενέργεια ικανή να προσκαλέσει ιοντισμό, ενώ το υπόλοιπο μέρος του φάσματός της έχει χαμηλότερη ενέργεια, η οποία δεν μπορεί να προκαλέσει ιοντισμό αλλά προκαλεί φωτοχημικές επιδράσεις.   

Η υπεριώδης ακτινοβολία έχει χαρακτηριστεί από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας ως καρκινογενής για τον άνθρωπο.

Our website is protected by DMC Firewall!