Προστατεύομαι από τη μη ιοντίζουσα ακτινοβολία...
Οι βλαβερές επιδράσεις στην υγεία που είναι γνωστές για τις μη ιοντίζουσες ακτινοβολίες είναι αυτές που προκύπτουν κατά την διάρκεια ή αμέσως μετά το πέρας της έκθεσης και προκύπτουν μόνο όταν υπερβαίνονται κάποια κατώφλια-στάθμες επιπέδων έκθεσης.
Λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες του κάθε ανθρώπου και το γεγονός ότι στο γενικό πληθυσμό υπάρχουν και ειδικές ομάδες ατόμων όπως μικρά παιδιά, ασθενείς, ηλικιωμένοι, έγκυες, προκύπτουν «βασικοί περιορισμοί» που η τήρησή τους εξασφαλίζει και την απουσία των βλαβερών επιδράσεων στην υγεία. Οι βασικοί περιορισμοί προκύπτουν από τα κατώφλια των αποδεδειγμένων βλαβερών επιδράσεων στην υγεία αφού υιοθετηθούν μεγάλοι συντελεστές ασφαλείας π.χ. για τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία στο φάσμα 0- 300GHz, της τάξης του 50.
Οι βασικοί περιορισμοί όμως στην πλειονότητά τους δεν αφορούν άμεσα μετρήσιμα μεγέθη στο περιβάλλον διατάξεων εκπομπής, αλλά επαγόμενα μεγέθη στο εσωτερικό του σώματος των ανθρώπων που είναι δύσκολο να μετρηθούν. Για τον λόγο αυτό και λαμβάνοντας υπόψη τις δυσμενέστερες συνθήκες σύζευξης της ακτινοβολίας με τον άνθρωπο, προκύπτουν «επίπεδα αναφοράς» που είναι εύκολα μετρήσιμες παράμετροι της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας και η τήρησή τους εξασφαλίζει και την τήρηση του βασικού περιορισμού και κατά συνέπεια την απουσία των βλαβερών επιδράσεων στην υγεία.
Σε ό,τι αφορά τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία στο εύρος συχνοτήτων 0-300GHz, η ελληνική νομοθεσία σε συνέχεια συστάσεων του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, της Διεθνούς Επιτροπής για την Προστασία από τιςΜη Ιοντίζουσες Ακτινοβολίες και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υιοθέτησε βασικούς περιορισμούς και επίπεδα αναφοράς και εξέδωσε όρια για την ασφαλή έκθεση του κοινού στο περιβάλλον διατάξεων εκπομπής χαμηλών και υψηλών συχνοτήτων σε όλο το φάσμα των σύγχρονων εφαρμογών και υπηρεσιών.
Υπεριώδης ακτινοβολία
Το δέρμα και τα μάτια είναι τα δυο όργανα του ανθρώπινου σώματος που κινδυνεύουν περισσότερο από την υπεριώδη ακτινοβολία. Οι βιολογικές επιδράσεις της υπεριώδους ακτινοβολίας στον ανθρώπινο οργανισμό εξαρτώνται από την ένταση της ακτινοβολίας και από τη σχετική φασματική απόκριση κάθε μήκους κύματος στο να προκαλέσει ένα βιολογικό φαινόμενο – δεν εξαρτώνται από την πηγή προέλευσής της
Όλες οι επιδράσεις της υπεριώδους ακτινοβολίας στον ανθρώπινο οργανισμό δε γίνονται άμεσα αντιληπτές. Το ερύθημα, το κοκκίνισμα δηλαδή του δέρματος, είναι η μόνη βλαπτική επίδραση της υπεριώδους ακτινοβολίας που γίνεται άμεσα αντιληπτή. Όσο μεγαλύτερη είναι έκθεση στην υπεριώδη ακτινοβολία τόσο σοβαρότερο είναι το ηλιακό έγκαυμα που παθαίνει κανείς. Η επαναλαμβανόμενη έκθεση στην υπεριώδη ακτινοβολία σε συνάρτηση με τον αριθμό των εγκαυμάτων που παθαίνει κανείς αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του δέρματος.
Μόνο για το ερύθημα, την επίδραση δηλαδή της υπεριώδους ακτινοβολίας που εξαρτάται από τη δόση ενέργειας έχουν οριστεί δόσεις κατωφλίου. Κάθε άνθρωπος έχει διαφορετική ευαισθησία στην υπεριώδη ακτινοβολία και διαφορετική επικινδυνότητα εμφάνισης ερυθήματος. Ανάλογα με την ευαισθησία κάθε ανθρώπου στην υπεριώδη ακτινοβολία διακρίνονται έξι τύποι δέρματος. Συνιστάται οι ανοιχτόχρωμοι τύποι δέρματος να είναι ιδιαιτέρως προσεκτικοί κατά την έκθεσή τους στον ήλιο, να προστατεύουν σχολαστικά το δέρμα τους και να περιορίζουν στο ελάχιστο την έκθεσή τους στον ήλιο.
Για τις υπόλοιπες επιδράσεις, όπως είναι π.χ. ο βασικοκυτταρικός καρκίνος όπου η πιθανότητα μιας επίδρασης σχετίζεται με την έκθεση και όχι με τη δόση, δεν μπορούν να οριστεί δόση κατωφλίου. Καθώς θεωρείται πως κάθε έκθεση στην υπεριώδη ακτινοβολία αυξάνει τις πιθανότητες εμφάνισής τους δεν μπορούν να οριστούν κατώφλια ασφαλούς έκθεσης στην υπεριώδη ακτινοβολία.